ἑπταζώνου

ἑπταζώνου
ἑπτάζωνος
seven-zoned
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειωτικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχειωτής] στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.) μσν. μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.) αρχ. αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος»,… …   Dictionary of Greek

  • στοιχικός — ή, όν, Α [στοῑχος] 1. αυτός που ανήκει σε στοίχο ή στοίχους, αυτός που υπάγεται σε ορισμένη τάξη ή σειρά, στοιχειωτικός* («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχικὸς λόγος», Κατ.) 2. ο κατά σειράν, διαδοχικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”